- λεοντομιγής
- λεοντο-μῐγής, ές, ([etym.] μείγνυμι)A half-lion, half something else, Poll.5.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντομιγής — λεοντομιγής, ές (Α) (για ζώο) αυτός που προήλθε από τη μίξη λιονταριού με άλλο ζώο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + μιγής (< θ. μιγ , πρβλ. ἐ μίγ ην, παθ. αόρ. β τού μείγνυμι), πρβλ. θαλασσο μιγής, ιππο μιγης] … Dictionary of Greek
λεοντομιγεῖς — λεοντομιγής half lion masc/fem acc pl λεοντομιγής half lion masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek